Ένα λεξικό είναι μια μονάδα λεξιλογικού νοήματος που βρίσκεται κάτω από ένα σύνολο λέξεων που σχετίζονται μέσω κλίσης. Είναι μια βασική αφηρημένη ενότητα νοήματος, μια μονάδα μορφολογικής ανάλυσης στη γλωσσολογία που αντιστοιχεί χονδρικά σε ένα... Wikipedia (Αγγλικά)
Το Λέξημα δημιουργήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας σε παιδιά, αλλά και ενήλικες. Η αγάπη μας για τη γλώσσα, αλλά και τους ...
πτώσεις, ενικός · πληθυντικός · ονομαστική · το, λέξημα, τα · λεξήματα · γενική · του · λεξήματος · των · λεξημάτων · αιτιατική · το, λέξημα, τα · λεξήματα.
Lexima.gr - Ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό & διαδικτυακή πύλη.
λέξημα το [léksima] Ο49 : το σταθερό μέρος της λέξης που μένει μετά την αφαίρεση όλων των προσφυμάτων και είναι φορέας σημασίας· (πρβ. ρίζα): Στη λέξη “έπαιζα” ...
Μετάφραση του όρου 'λέξημα' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
λέξημα [lexeme]. Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω. Βρες. λέξημα [lexeme]. Βλ. >λέξη<. Πεδίο. σημασιολογία, λεξικολογία. © 2006 - 2008 Κέντρο ...
Στόχος της ενότητας είναι να κατανοήσουν οι φοιτητές την έννοια του "λεξήματος"/"λεξικού στοιχείου" και τις περιπτώσεις πολυλεκτικών σχηματισμών.