×
Ουσιαστικό επεξεργασία. κουβέντα θηλυκό. συζήτηση που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα ή συγκεκριμένο θέμα. ↪ είχαμε μια σύντομη κουβέντα. φράση ή λόγος ή λέξη.
Need to translate "κουβέντα" (kouvénta) from Greek? Here are 6 possible meanings ... κουβέντα · confabulation noun. συνομιλία · causerie noun. κουβέντα. Find more ...
From Byzantine Greek κομβέντον (kombénton, “meeting, convention”)/κομβέντος (kombéntos), from Latin conventus.
κουβέντα η [kuvénda] Ο25α : 1. φιλική συζήτηση, συνήθ. για διάφορα ... κουβέντα η. Συζήτηση, συνομιλία: έσμιξαν και έκαμαν κουβέντες ( Χρον. Τόκκων 1799 ) ...
English translation of κουβέντα - Translations, examples and discussions from LingQ.
Μετάφραση του όρου 'κουβέντα' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
κουβέντα [kuˈvɛnda] SUBST θηλ. 1. κουβέντα (συνομιλία): κουβέντα. Unterhaltung θηλ. πιάνω κουβέντα για κάτι · anfangen, sich über etw αιτ zu unterhalten.
δ) «ψιλή κουβέντα» — συνεχής συνομιλία, συνήθως χωρίς σοβαρό περιεχόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κομβέντος < λατ. conventus «συνέλευση» < λατ. convenio «συνέρχομαι»].