×
κεφαλή από el.wiktionary.org
Ουσιαστικό · το κεφάλι · ο αρχηγός, ο επικεφαλής · το πιο σημαντικό μέρος μιας ομάδας η ενός αντικειμένου · (τεχνολογία) το εξάρτημα που διαβάζει ή γράφει σε ...
Ancient Greek. edit. Etymology. edit. From Proto-Hellenic *kʰepʰəlā́, from Proto-Indo-European *gʰebʰ-l̥ (“head”) +‎ *-éh₂ (“nominal suffix”).
head (of a body); top (stone in a building); by extension: someone or something in the primary place, the point of origin - the head, Mt. 5:36; 6:17; ...
From the primary kapto (in the sense of seizing); the head (as the part most readily taken hold of), literally or figuratively -- head.
Η Κεφαλή (αρχαία ελληνικά: Κεφαλή‎‎), (ο δήμος: Κεφαλής) ήταν αρχαίος οικισμός και δήμος της Ακαμαντίδας (περιοχή της Αρχαίας Αττικής και φυλή της αρχαίας ...
πατέ, κρανίο, κεφαλή · noddle noun. κεφάλι · nut noun. παξιμάδι, καρύδι, κάρυο ... κεφαλή του πικάπ · κεφαλή της οικογένειας · κεφαλής της σιδηροτροχιάς · κεφαλής.
κεφαλή η [kefalí] Ο29 : 1. (λόγ.) α. το κεφάλι: Tο τριχωτό της κεφαλής. Kυνηγοί* κεφαλών. ~ Ερμού. || ως στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα: ~ δεξιά!
κεφαλή, κεφαλή, head. Frequency. κεφαλή is the 329th most frequent word. Search corpus for this lemma: κεφαλή · Search corpus for this form only: κεφαλή.
Ελληνικά, Αγγλικά ; κεφαλή ουσ θηλ, επίσημο (το κεφάλι), head n ; Το σχήμα παρουσιάζει τα οστά της κεφαλής. ; κεφαλή ουσ θηλ, μεταφορικά (ηγέτης, αρχηγός) ( ...