×
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία. ↓ πτώσεις, ενικός · πληθυντικός · ονομαστική · το, κατάλυμα ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. lodging n, (temporary housing), κατάλυμα ουσ ουδ. (η διαδικασία), διαμονή ουσ θηλ. Tim reserved lodging for his trip ...
Greek-English Concordance for κατάλυμα ... Do you want to get to the Greek behind the English translations, do Greek word studies, use better dictionaries and ...
STRONGS NT 2646: κατάλυμα κατάλυμα, καταλυματος, τό (from καταλύω, c.; which see), an inn, lodging-place: Luke 2:7 (for מָלון, Exodus 4:24); an eating-room, ...
Inflection, Lemma, Uncontracted Form(s), Parsing, Translation(s), Verse(s). κατάλυμα, κατάλυμα, καταλυμα[τ], (neu) nom|acc|voc sg, accommodation, ...
Noun edit · lodging, billet, provision of quarters · (Koine) guestchamber · (Byzantine) ruin ...
GRK: ἐστὶν τὸ κατάλυμά μου ὅπου ; NAS: Where is My guest room ; KJV: is the guestchamber, ; INT: is the guest room ...
κατάλυμα το [katálima] Ο49 : γενικός χαρακτηρισμός χώρου που είναι κατάλληλος για την προσωρινή κυρίως διαμονή κάποιου, όπου μπορεί να καταλύσει κάποιος: Οι ...
Εντός ενός έτους από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης τουλάχιστον 60 % όλων των λαμπτήρων στο κατάλυμα έχουν ενεργειακή απόδοση τάξης Α όπως ορίζεται ...
Μετάφραση του όρου 'κατάλυμα' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.