(θρησκεία) παγιωμένο σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών που αφορούν στη σχέση του ανθρώπου με το θεό. ↪ η χριστιανική θρησκεία, η επικρατούσα θρησκεία.
Religion (thrēskeia | θρησκεία | nom sg fem) that is pure and undefiled before God the Father is this: to care for orphans and widows in their time of trouble, ...
Noun edit. θρησκεία • (thriskeía) f (plural θρησκείες). religion · cult ...
From a derivative of threskos; ceremonial observance -- religion, worshipping. see GREEK threskos. Forms and Transliterations. θρησκεια θρησκεία θρησκείᾳ ...
Με τη θρησκεία δημιουργείται πολιτισμός και παράγονται αξίες, όπως είναι η ισότητα, η δικαιοσύνη και η αδελφοσύνη. Επιπλέον ένα σημαντικό έργο που έχει ...