×
Ουσιαστικό επεξεργασία. εισαγωγή θηλυκό. η τοποθέτηση κάποιου πράγματος μέσα σε κάτι άλλο; η προσθήκη. Στο Βικιλεξικό η εισαγωγή αρίθμησης γίνεται με το ...
Noun edit. εισαγωγή • (eisagogí) f (plural εισαγωγές). import, admission ... εισαγωγή - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern ...
Εισαγωγή, Λυσίας, Εισαγωγή, ΚΑΤΑ ΦΙΛΩΝΟΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ - Εισαγωγή, Κείμενο: §§ 1-4, §§ 5-7, §§ 8-9, §§ 10-12, §§ 13-14, §§ 15-16, §§ 17-19, §§ 20-23, §§ 24-26, §§ ...
Εισαγωγή ουσ θηλ. Βασικές οδηγίες επίθ + ουσ θηλ πλ. input n, (computing: data entry) (διαδικασία), εισαγωγή, καταχώρηση ουσ θηλ. (το δεδομένο), εισακτέα τιμή ...
Μετάφραση του όρου 'εισαγωγή' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
Many translated example sentences containing "εισαγωγή" – English-Greek dictionary and search engine for English translations.
Εισαγωγή εμπορευμάτων από χώρες εκτός της ΕΕ, αρχίζοντας με τον εντοπισμό πιθανών προμηθευτών του προϊόντος. Τα εμπορικά επιμελητήρια μπορούν να σας δώσουν ...