Ουσιαστικό επεξεργασία. δωμάτιο ουδέτερο. εσωτερικός χώρος κτηρίου, π.χ. σπιτιού, διαμερίσματος, ξενοδοχείου. Συνώνυμα επεξεργασία.
Έγινε επίσης αναζήτηση για
Greek edit. Etymology edit. Borrowed from Ancient Greek δωμάτιον (dōmátion). Pronunciation edit · IPA: /ðoˈma.ti.o/. Noun edit. δωμάτιο • (domátio) n ...
What does δωμάτιο (do̱mátio) mean in Greek? ; room noun ; αίθουσα, χώρος, τόπος ; apartment noun ; διαμέρισμα, σειρά δωμάτιων ; chamber noun ...
Σε ένα κτίριο, ένα δωμάτιο είναι οποιοσδήποτε χώρος που περικλείεται από έναν αριθμό τοίχων στους οποίους η είσοδος είναι δυνατή μόνο από μια πόρτα ή άλλη ...
Όταν έφτασε στο νοσοκομείο ο Ρικ ρώτησε σε ποιόν θάλαμο ήταν η γυναίκα του. accommodation, also US: accommodations n, (hotel room) (ξενοδοχείου), δωμάτιο ουσ ...
Μετάφραση του όρου 'δωμάτιο' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.