×
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία. ↓ πτώσεις, ενικός. γένη →, αρσενικό · θηλυκό · ουδέτερο · ονομαστική · ο, δομημένος, η · δομημένη · το · δομημένο.
συγκροτημένος με συγκεκριμένες αρχές και κανόνες · που έχει χτιστεί, κατασκευαστεί με χτίσιμο, ιδίως αποτελούμενος από τοίχους · συγκεντρώνω σε ενιαίο, αρμονικό ...
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία. δομημένη. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δομημένος. Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία · δομημένοι.
τικής, σημαίνει ολοκληρωμένη και δομημένη σκέψη, αναλυτική και συνθετική ι… ... L013 …ιλε κατηγορίες, για συμμετοχή σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα που δι…
Η δομημένη καλωδίωση αφορά τη δομή της καλωδιακής εγκατάστασης ενός τοπικού δικτύου και τις προδιαγραφές που αυτή θα πρέπει να διαθέτει. Αποτελεί σημαντικό ...
δομημένη. ρύθμιση. structured arrangement. φορολογία - iate.europa.eu. δομημένη. καλυμμένη ομολογία. structured covered bond. δημοσιονομικα - iate.europa.eu ...
(α) δομημένη. (β) ημιδομημένη. (γ) ομαδική. (α) Εθνογραφική. (δ) ελεύθερη συζήτηση. (ωτακουστική). (γ) ομαδική. (β) ιστορίες ζωής. Page 7. (α) Δομημένη ...
Μεταφράσεις του "δομημένη περιοχή" στο δωρεάν λεξικό Ελληνικά - Αγγλικά : built-up area. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
Θέση εργασίας νοείται για την δομημένη καλωδίωση το σύνολο της υποδομής προκειμένου να εξυπηρετείται η εύκολη εγκατάσταση και η μετακίνηση άμεσα ενός χρήστη με ...