Ουσιαστικό επεξεργασία. διαμέρισμα ουδέτερο. σύνολο δωματίων ενός πολυώροφου κτηρίου, με λειτουργική ενότητα που αποτελούν μία κατοικία.
διαμέρισμα • (diamérisma) n (plural διαμερίσματα). apartment, flat; (geographic, administrative): district, region. Declension edit. show ▽declension of ...
What does διαμέρισμα (diamérisma) mean in Greek? ; apartment noun ; δωμάτιο, σειρά δωμάτιων ; compartment noun ; θάλαμος, κουπέ ; flat noun ...
διαμέρισμα το [δiamérizma] Ο49 : 1. ενιαίο σύνολο από ένα ή περισσότερα δωμάτια με κουζίνα, μπάνιο κτλ., το οποίο ανήκει σε ευρύτερη οικοδομή, ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. apartment n, mainly US (flat: single-story residence), διαμέρισμα ουσ ουδ. I have lived in apartments for years, ...