Γυναίκα ονομάζεται κάθε άνθρωπος που ανήκει στο θηλυκό φύλο. Η προσφώνηση γυναίκα αναφέρεται σε ενήλικο άτομο θηλυκού φύλου. Για πιο νεαρά θηλυκά άτομα ...
Ουσιαστικό επεξεργασία. γυναίκα θηλυκό. κάθε ενήλικος άνθρωπος θηλυκού φύλου (κατ' αντιδιαστολή προς το κορίτσι). ↪ παλιά υπήρχαν χωριστά εκλογικά τμήματα ...
From Byzantine Greek γυναίκα (gunaíka), from Ancient Greek γυνή, γυναῖκα (gunḗ, gunaîka), from Proto-Indo-European *gʷḗn (“woman”). Cognate with Tsakonian ...
What does γυναίκα (gynaíka) mean in Greek? ; γυνή ; wife noun ; σύζυγος ; dame noun ; κυρά, δέσποινα, δαμιανός.
γυναίκα η [jinéka] Ο25 : 1α. άνθρωπος θηλυκού γένους σωματικά ώριμος: Mαζεύτηκαν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Xωριστά οι άντρες, χωριστά οι γυναίκες.