×
Ουσιαστικό επεξεργασία. βοήθεια θηλυκό. η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου.
From Ancient Greek βοήθεια (boḗtheia, “help, aid, succour”). Noun edit.
Need to translate "βοήθεια" (voí̱theia) from Greek? Here are 7 possible meanings ... βοήθεια · helping noun. μερίδα φαγητού, μερίδα, μερίς φαγητού · succor noun ...
help; support (to hold something together with ropes or cables) - help, succor, Heb. 4:16; meton. pl. helps, contrivances for relief and safety, Acts 27:17*
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. help me interj, (expressing need for assistance), βοήθεια επιφ. Help me! That man just stole my purse!
Βοήθεια Βοηθός Google · Είσοδος. Αποστολή σχολίων για… Αυτό το περιεχόμενο και τις πληροφορίες βοήθειας. Τη γενική εμπειρία του Κέντρου βοήθειας. Επόμενο. Πώς ...
Η χρηματοδοτική βοήθεια για τις προτεραιότητες που προσδιορίζονται στην εταιρική σχέση προσχώρησης θα διατεθεί μέσω δύο χρηματοδοτικών μέσων: τα μεν προγράμματα ...
Χρειάζομαι βοήθεια. Συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα τα στοιχεία σας θα εισαχθούν στην νέα βάση δεδομένων που ετοιμάζουμε, έτσι ώστε να αναζητηθούν ...
βοήθεια από eu-solidarity-ukraine.ec.europa.eu
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη της ΕΕ συνεργάζονται σε όλα τα επίπεδα για να διοχετεύσουν ανθρωπιστική βοήθεια και στήριξη σε επίπεδο πολιτικής προστασίας στην ...