×
ανελκυστηρας από el.wikipedia.org
Ανελκυστήρας ή ανυψωτήρας ονομάζεται κάθε εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την κάθετη μεταφορά φορτίων ή προσώπων μεταξύ ορόφων.
ανελκυστηρας από el.m.wiktionary.org
Ουσιαστικό επεξεργασία. ανελκυστήρας αρσενικό. σύστημα με το οποίο επιτυγχάνεται γρήγορη μετακίνηση μεταξύ των ορόφων ενός κτηρίου ...
Composed of past stem ανελκυσ- of the verb ανελκύω (anelkýo, “to pull up, to hoist”) + -τήρας, from Ancient Greek -τήρ (-tḗr).
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα που έχουν οι υδραυλικοί ανελκυστήρες είναι ο πολύ απλός απεγκλωβισμός σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος, σε σχέση με τους ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. elevator n, US (lift for carrying people), ασανσέρ ουσ ουδ άκλ. (επίσημο), ανελκυστήρας ουσ αρσ.
Ο σύγχρονος ανελκυστήρας είναι μια από τις πιο σημαντικές εφευρέσεις καθώς άλλαξε για πάντα το αστικό τοπίο του 20ου αιώνα, την αρχιτεκτονική και αποτέλεσε το ...
ανελκυστηρας από draculis.gr
Ο ανελκυστήρας ALPIN είναι μια πλατφόρμα κάθετης κίνησης για ύψη έως 4 μέτρα. Αποτελεί μία οικονομική αλλά και αποδοτική λύση αντί για ασανσέρ.
ανελκυστηρας από www.lifttek.gr
Επίσης, χάρη στις μεγάλες διαστάσεις θαλάμου και πόρτας είναι απόλυτα κατάλληλος για χρήση και από άτομα με κινητικές ιδιαιτερότητες, ηλικιωμένους και γονείς με ...
ανελκυστηρας από www.stager.gr
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑΣ ΑΤΟΜΩΝ ; Οφέλιμο Φορτίο. 180 – 1800 kg ; Αριθμός Ατόμων. 2 - 24 ; Μέγιστη Ταχύτητα Μεταφοράς. 0,63 – 3,00 m/s ; Μέγιστη Διαδρομή. 130 m.