Composed of past stem ανελκυσ- of the verb ανελκύω (anelkýo, “to pull up, to hoist”) + -τήρας, from Ancient Greek -τήρ (-tḗr).
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα που έχουν οι υδραυλικοί ανελκυστήρες είναι ο πολύ απλός απεγκλωβισμός σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος, σε σχέση με τους ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. elevator n, US (lift for carrying people), ασανσέρ ουσ ουδ άκλ. (επίσημο), ανελκυστήρας ουσ αρσ.
Ο σύγχρονος ανελκυστήρας είναι μια από τις πιο σημαντικές εφευρέσεις καθώς άλλαξε για πάντα το αστικό τοπίο του 20ου αιώνα, την αρχιτεκτονική και αποτέλεσε το ...