Google
×
Ουσιαστικό επεξεργασία. ακίνητο ουδέτερο. (νομικός όρος) (κατά τον Αστικό Κώδικα) το έδαφος και τα συστατικά του μέρη, δηλαδή τα οικοδομήματα, ...
Greek edit. Noun edit. ακίνητο • (akínito) n (plural ακίνητα). real estate; property or land. Declension edit. show ▽declension of ακίνητο ...
Το φυσικό δικαίωμα ενός ατόμου να έχει κάτι στην ιδιοκτησία του είναι μια έννοια που άρχισε να εμφανίζεται στο ελληνικό και ρωμαϊκό δίκαιο. Το επάγγελμα του ...
Αναζητήστε το ακίνητο των ονείρων σας! Έχουμε πάνω από 5000 διαθέσιμα ακίνητα για εσάς! Ενοικίαση Αγορά. 40 Εκκλησιές - Ευαγγελίστρια, Ανάληψη - Μπότσαρη ...
Αναλυτική Αναζήτηση. Αρχική; Ψάχνω ακίνητο. Κάλεσέ μας στο 210 7000 123 ή συμπλήρωσε τη φόρμα αναλυτικής αναζήτησης και βρες τα ακίνητα που ταιριάζουν στις ...
Greek English Contextual examples of "ακίνητο" in English · Θα αγοράσω ένα ακίνητο για να το ενοικιάσω. I am buying a property to let. · κατάορτσα με τα πανιά να ...
Η παράγραφος 57(β) απαιτεί η οντότητα να μεταφέρει ένα ακίνητο από τις επενδύσεις σε ακίνητα στα αποθέματα, όταν και μόνον όταν, υπάρχει μία μεταβολή στη χρήση, ...
Ανάθεσε το ακίνητό σου στους επαγγελματίες μεσίτες και γλύτωσε κόπο και χρόνο. ... Κάνε εγγραφή & καταχώρησε την αγγελία για το ακίνητό σου γρήγορα και εύκολα!
ακίνητο [aˈcinitɔ] SUBST ουδ (κτηματική περιουσία). ακίνητο. Immobilie θηλ. επένδυση θηλ σε ακίνητα · Immobilieninvestition θηλ.