χρήμα το [xríma] Ο48 : οικονομικό αγαθό γενικά αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής: Ρευστό ~, σε χαρτονομίσματα ή σε κέρματα. Λογιστικό ~, σε βιβλιάρια καταθέσεων, ...
Ουσιαστικό επεξεργασία. χρήμα ουδέτερο. (οικονομία) κάποιο αγαθό που είναι μέσο συναλλαγής και πληρωμής. ↪ ρευστό χρήμα νομίσματα όπως σε κέρματα ή ...
Χρήμα (money) λέμε οποιοδήποτε μέσο πληρωμής το οποίο είναι αναγνωρισμένο και αποδεκτό από πολλούς ανθρώπους. Στην πορεία του χρόνου, ως χρήμα έχουν ...
Η φύση του χρήματος έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου. Στην αρχή το χρήμα ήταν κατά βάση εμπορευματικό, δηλαδή ένα αντικείμενο κατασκευασμένο από κάποιο ...
χρήμα • (chríma) n (plural χρήματα). capital (physical or monetary assets); (in the plural) liquid assets · money. Declension edit. show ▽declension of χρήμα ...
24 Νοε 2015 · Η φύση του χρήματος έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου. Στην αρχή το χρήμα ήταν κατά βάση εμπορευματικό, δηλαδή ένα αντικείμενο ...
An.5.2.4; τὰ ἀνδράποδα . . καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα ἀπέδρα αὐτούς ib.7.8.12: prov., χρήματα ψυχὴ πέλεται . . βροτοῖσι a man's money is his life, Hes.Op.686 ...