×
πανσιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική pension. Ουσιαστικό επεξεργασία. πανσιόν θηλυκό άκλιτο. μικρό ξενοδοχείο. Μεταφράσεις επεξεργασία. πανσιόν. αγγλικά : pension ...
πανσιόν

πανσιόν

Τύπος καταλύματος
Η πανσιόν είναι ένας τύπος ξενώνα ή πανσιόν. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, σε περιοχές της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής που παλαιότερα είχαν μεγάλους Ευρωπαίους εκπατρισμένους πληθυσμούς και σε... Wikipedia (Αγγλικά)
Greek edit. Etymology edit. Borrowed from French pension. Noun edit. πανσιόν • (pansión) f (indeclinable). pension, guesthouse (small hotel). See also edit.
πανσιόν ουσ θηλ άκλ. πακέτο διαμονής με διατροφή περίφρ. Σχόλιο: Συνήθως στις εκφράσεις φουλ πανσιόν (πλήρης διατροφή) και ντεμί πανσιόν (ημιδιατροφή). Λείπει ...
Αξιολόγηση (38)
Pansion · Early 20th century. Polina arrives at a girls' boarding school on a mysterious island to find her sister who disappeared under strange circumstances.
Borrowed from French pension, itself from Latin pensio (“payment, rent”), from pensus, the past participle of pendere (“to weigh, pay”).
The meaning of PENSION is a fixed sum paid regularly to a person. How to use pension in a sentence.
πανσιόν ουσ θηλ άκλ. πακέτο διαμονής με διατροφή περίφρ. Σχόλιο: Συνήθως στις εκφράσεις φουλ πανσιόν (πλήρης διατροφή) και ντεμί πανσιόν (ημιδιατροφή). Λείπει ...
a regular income paid by a government or a financial organization to someone who no longer works, usually because of their age or health:.
Μετάφραση του όρου 'πανσιόν' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
noun · a regular payment made by the state to people over a certain age to enable them to subsist without having to work · a regular payment made by an employer ...