×
Ουσιαστικό επεξεργασία. προσφορά θηλυκό. η ενέργεια του προσφέρω, το να δίνεις σε κάποιον κάτι με επισημότητα σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης ή θρησκευτικής ...
Noun edit · offer, offering · (commerce) proposal, tender · contribution (to joint work) · (Christianity) prosphora, holy bread ...
ΠΡΟΣΦΟΡΑ από el.wikipedia.org
Ειδικότερα όμως στη λειτουργική προσφορά ή λειτουργιά, ή κατά τη δημώδη ονομασία πρόσφορο, λέγεται κυρίως ο άρτος καθώς και ο οίνος και το έλαιο που ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. offering n, (sth offered), προσφορά ουσ θηλ. δώρο ουσ ουδ. This morning, my cat brought me an offering of a dead ...
What does προσφορά (prosforá) mean in Greek? ; tender noun ; φροντιστής, φύλαξ, βαγόνι κάρβουνων, άμαξα βοηθητική, φορτηγή ; bid noun ; απόπειρα, προσφορά τιμής, ...
προσφορά, προσφοράς, ἡ (προσφέρω), offering; i. e. 1. the act of offering, a bringing to (Plato, Aristotle, Polybius). 2. that which is offered, a gift, a ...
to be a minister of Christ Jesus to the Gentiles, serving the gospel of God as a priest, so that my offering (prosphora | προσφορά | nom sg fem) of the Gentiles ...
Many translated example sentences containing "προσφορά" – English-Greek dictionary and search engine for English translations.
Μετάφραση του όρου 'προσφορά' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.