×
Ουσιαστικό επεξεργασία. οικοδομή θηλυκό. κτήριο υπό κατασκευή; το επάγγελμα του οικοδόμου. δουλεύει από 18 χρονών στην οικοδομή.
Noun edit · building under construction · construction, building (process, occupation). Declension ...
What does οικοδομή (oikodomí̱) mean in Greek? ; building noun ; κτίριο ; construction noun ; κατασκευή, δομή, ερμηνεία, κτίριο, κατασκεύασμα ; structure noun ...
οικοδομή η [ikoδomí] Ο29 : κτίριο, συνήθ. πολυώροφο, που βρίσκεται στη φάση του χτισίματος ή έχει ήδη τελειώσει: Πηγαίνει κάθε μέρα στην ~ για να επιβλέπει ...
οικοδομή ; Κύριες μεταφράσεις ; Αγγλικά, Ελληνικά ; building site n, literal (construction area), οικοδομή ουσ θηλ ; Everyone has to report to the office before ...
Inflection, Lemma, Uncontracted Form(s), Parsing, Translation(s), Verse(s). οικοδομη, οικοδομη, οικοδομ·η, (fem) nom|voc sg, building/edification (nom|voc) ...
Μετάφραση του όρου 'οικοδομή' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
Οικοδομή από gr.pinterest.com
Οικοδομή · Interieur, Lobby Design, Salon Interior Design, Διακοσμήσεις, Τοίχοι, Διακόσμηση, Κατασκευές · House, Arredamento, Arquitetura, Σχεδίαση Μοντέρνου ...
Οικοδομή από buildexpogreece.com
Η Έκθεση ΟΙΚΟΔΟΜΗ είναι η εξειδικευμένη έκθεση για τον κλάδο των κατασκευών και της οικοδομής. 19-22 Οκτωβρίου στο Metropolitan Expo.