Με την επίσημη ονομασία Όρμος χαρακτηρίζεται γενικά μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβολία. Ειδικότερα ως ακτογραφικός όρος χαρατηρίζει μικρή κόλπωση που υπό ειδικές συνθήκες, μπορεί να προσφέρει ασφάλεια στα εντός αυτού αγκυροβολημένα... Βικιπαίδεια
Ουσιαστικό επεξεργασία. όρμος αρσενικό. μικρή σχετικά και κλειστή εσοχή της ξηράς που σχηματίζει ένα φυσικό λιμάνι. Δείτε επίσης επεξεργασία.
Greek edit. Noun edit. όρμος • (órmos) m (plural όρμοι). cove, small bay. Declension edit. show ▽declension of όρμος. case \ number, singular, plural.
What does όρμος (órmos) mean in Greek? ; προσόρμιση noun ; prosórmisi mooring ; εκβολή noun ; ekvolí ejection, estuary, extrusion, outfall ; στενός κόλπος noun ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. bay n, (cove), κόλπος ουσ αρσ. (κολπίσκος), όρμος ουσ αρσ. The ship sailed into the bay at sunset.