Google
×
Ο όρος επάγγελμα στη γενικότερη αντίληψη χαρακτηρίζει την κατά κλάδο ή αντικείμενο συνήθη ασκούμενη βιοποριστική ενασχόληση, (εργασία), του κοινωνικού ...
Ουσιαστικό επεξεργασία. επάγγελμα ουδέτερο. η μόνιμη εργασία για βιοπορισμό. ↪ Το επάγγελμά του είναι λογιστής: ※ Ο Παπαδιαμάντης δεν επέλεξε ούτε το ...
Greek edit. Etymology edit · Learned borrowing from Ancient Greek ἐπάγγελμα (epángelma) (Hellenistic sense "profession", ancient "promise"), and semantic ...
What does επάγγελμα (epángelma) mean in Greek? ; επιστήμη ; occupation noun ; κατοχή, ενασχόληση, ασχολία ; job noun ; δουλειά, εργασία, θέση, ιώβ.
Discover the original meaning of Epaggelma in the NAS Bible using the New Testament Greek Lexicon - King James Version. Learn the audio pronunciation, ...
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. career n, (profession), επάγγελμα ουσ ουδ. καριέρα ουσ θηλ. Many children want a career as a doctor.
Αξιολόγηση · Κριτική από τον χρήστη Βιργινία Χατζηιωάννου
How to say epaggelma in Greek? Pronunciation of epaggelma with 2 audio pronunciations, 1 meaning and more for epaggelma.
Μετάφραση του όρου 'επάγγελμα' στο δωρεάν αγγλικό λεξικό και πολλές ακόμα αγγλικές μεταφράσεις.
επάγγελμα το [epángelma] Ο49 : κάθε εργασία, κοινωνικά ή νομικά αποδεκτή, που ασκείται επί μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα για βιοπορισμό: Tο ~ του ράφτη ...
English translation of επαγγελμα - Translations, examples and discussions from LingQ.