×
Ουσιαστικό επεξεργασία. διαφορά θηλυκό. το σύνολο των χαρακτηριστικών που κάνουν ένα πρόσωπο ή πράγμα να μην είναι όμοιο με κάτι άλλο ...
Noun edit · difference (in characteristics, position, etc) · difference (the result of subtraction) · dispute, difference (of opinion, etc) · (law) dispute ...
διάφορα (diaphora) — 1 Occurrence. Romans 12:6 Adj-ANP · GRK: δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα εἴτε προφητείαν. NAS: gifts that differ according
What does διαφορά (diaforá) mean in Greek? ; contrast noun ; αντίθεση, αντιπαραβολή, σύγκριση ; odds noun ; πιθανότητα, ανισότης, ανισότητα, υπεροχή ; sundries noun ...
ΔΙΑΦΟΡΑ · Ο ερημίτης, 11 χρόνια μόνος στα βουνά | Η ζωή μακριά από την κοινωνία · Ο Ερημίτης Βοσκός | Η Ζωή μακριά από τον Πολιτισμό · Η ζωή σε ένα έρημο χωριό της ...
κτ. κάνει ~, έχει διαφορά ή δείχνει τη διαφορά που υπάρχει: Aυτό το σχέδιο / το χρώμα δεν κάνει ~ από το άλλο. || (λογ.) ειδοποιός* ~. || (φυσ.) ~ δυναμικού*.
Διάφορα · J2US: Τα τρυφερά λόγια του Νίκου Κοκλώνη για τον Δημήτρη Κόκοτα · J2US: Η ανακοίνωση του Νίκου Κοκλώνη στα ζευγάρια · J2US: Τίτος – Αριστέα | «Σ' αγαπώ».
Learn how to use the words ”διάφορα” and ”διαφορετικά”. I suggest you the following method to get the most out of this video:.