×

Άγιος

Η λέξη άγιος σημαίνει αυτόν που είναι απόλυτα ιερός και αγνός λατρευτικά και ηθικά. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι που αναφέρεται στον Θεό και σε πολλές περιπτώσεις η λέξη Άγιος χρησιμοποιείται για κάποιον άνθρωπο ο οποίος έχει... Βικιπαίδεια
Η λέξη άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω, τιμώ) σημαίνει αυτόν που είναι απόλυτα ιερός και αγνός λατρευτικά και ηθικά.
ἅγιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Adjective edit · devoted to the gods · of things: sacred, holy quotations ▽. 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 2.41.5: · of people: holy, pious, pure ...
Agios (Greek: Άγιος), plural Agioi (Άγιοι), transcribes masculine gender Greek words meaning 'sacred' or 'saint' (for example Agios Dimitrios, ...
We are developing therapies for people with rare diseases, with a near-term focus on hemolytic and acquired anemias. Our goal is to establish a strong portfolio ...
1. properly reverend, worthy of veneration: τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, Luke 1:49; God, on account of his incomparable majesty, Revelation 4:8 (Isaiah 6:3, etc.), ...
holy (moral quality), consecrated ([ceremonially] acceptable to God); holy person/people = saint(s), holy place = sanctuary - separate from common ...
Need to translate "άγιος" (ágios) from Greek? Here are 5 possible meanings ... Αγιος Βασιλης · Άγιος Βασίλης · αγιοσύνη · αγιότης. WordHippo Mobile © 2024 About ...
Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας · Σύναξη των Οσίων Κολλυβάδων Πατέρων, των εκ του Αγιωνύμου Άθωνος ...